Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατασπειρω
κατασπείρω
κατα-σπείρω
; 1) бросать семена, сеять, сажать
ex. (εἰς ἄρουραν Plat.)
; 2) обсеменять, засевать
ex. (τέν γῆν Arst.)
; 3) обсыпать, засыпать
ex. (τοῦ χάρακος ἄφθονα τῶν πυροβόλων Plut.)
; 4) веять, навевать
ex. (αὔραν τινά Plut.)
; 5) испускать, излучать
ex. (τὸ ἀπὸ ἄστρων κατεσπαρμένον φῶς Diog.L.)
; 6) внушать, причинять
ex. (ἀνίας τινί Soph.)
; 7) распространять
ex. (λόγοι κατεσπαρμένοι ἐν τοῖς πᾶσιν Plat.; λόγους χρηστοὺς ὑπέρ τινος Plut.)
; 8) усеивать, покрывать
ex. (ἤδη καὴ λευκαί με κατασπείρουσιν ἔθειραι Anth.)
; 9) поэт. рождать
ex. ὁ κατασπείρας με Eur. — мой родитель