Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιτρεφω
ἐπιτρέφω
ἐπι-τρέφω
; 1) кормить у себя, содержать
ex. (τοὺς οἰκέτας τινός Her.)
; 2) вскармливать, выращивать
ex. (τύμβῳ βότρυν Anth.)
; 3) pass. (затем, впоследствии) вырастать, развиваться
ex. οἱ ὕστερον ἐπιτραφέντες βασιλέες Her. — последующие цари;
Κῦρος ἐπιτρεφόμενος Her. — ставший юношей Кир