Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατανευω
κατανεύω
κατα-νεύω
(fut. κατανεύσομαι и κατανεύσω)
; 1) кивать в знак согласия, тряхнуть
ex. (κεφαλῇ τινι Hom.; τινὴ χαίταις Pind.)
; 2) давать знак
ex. (κρατὴ κατανεύων Hom.; κ. τινὴ ποιεῖν τι NT.)
; 3) знаменовать или обещать, сулить
ex. (τινὴ νίκην καὴ μέγα κῦδος Hom.; κατανεῦσαι ἥξειν Polyb.)
; 4) соглашаться
ex. (κατένευσε ὁ Κλεινίας Plat.)
κάρτα ἀέκων κατανεύει Her. — он весьма неохотно дает согласие