Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αεροειδης
ἀεροειδής
ἀερο-ειδής
эп.-ион. ἠεροειδής adj.=2 2
; 1) воздухообразный, воздушный
ex. (κύτος Plat.; καπνός Arst.; σῶμα Plut.)
; 2) окутанный дымкой, туманный
ex. (πόντος, πέτρη Hom.; νεφέλη Hes.)
ἠεροειδές Hom. — синеватая даль;
τὰ ὄρη πόρρωθεν ἀεροειδῆ Diog.L. — синеющие вдали горы