Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
στιλβω
στίλβω
; 1) блестеть, лосниться
ex. (ἐλαίῳ Hom.)
; 2) сиять, блистать, сверкать
ex. (κάλλεϊ Hom.; ὅπλοις Eur.)
στίλβων νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν Arph. — со сверкающими на спине крыльями;
αἰγλῆεν σ. HH. — ярко сиять;
σ. ἀστραπάς Eur. — метать (глазами) молнии
; 3) мерцать
ex. (οἱ πλάνητες οὐ στίλβουσιν Arst.)