Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μεστος
μεστός
adj.=3 3
; 1) полный, переполненный
ex. (ὕδατος, χρημάτων Arph.; λίθων καὴ γῆς Plat.; σίτου καὴ οἴνου Xen.)
; 2) преисполненный
ex. (ἐλπίδων ἀγαθῶν, σπουδῆς Xen.; ὑποψίας καὴ δείματος Plat.; φρενῶν ἀγαθῶν Plut.)
; 3) пресыщенный
ex. μ. ἦ θυμούμενος Soph. — я был пресыщен скорбью;
μ. ἐγένετο ἀγανακτῶν Dem. — он досыта излил свой гнев