Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ασυμμετρος
ἀσύμμετρος
ἀ-σύμμετρος
староатт. ἀξύμμετρος adj.=2 2
; 1) несоразмерный
ex. (τὰ πάχη πρὸς τὰ μήκη Xen.; σῶμα Arst.)
; 2) несообразный
ex. (τινι и πρός τι Plut.)
; 3) несоизмеримый
ex. (ἀ. ἡ διάμετρος καὴ ἡ πλευρά Arst.)
; 4) непомерный, неисчислимый, огромный
ex. (οὐσία Plat.)