Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παραφορος
παράφορος
παρά-φορος adj=2 2
; 1) влекомый (πρὸς δόξαν Plut.);
; 2) блуждающий, нетвердый (πούς Eur.; δρόμοι Plut.);
; 3) отклоняющийся, бьющий мимо (σκοποῦ Plat.);
; 4) расстроенный, помешанный:
π. τῆς ξυνέσεως Plat. лишившийся рассудка.