Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταριθμεω
καταριθμέω
κατ-ᾰριθμέω
; 1) считать, сосчитывать
ex. κ. εἰς τὰ δέκα Arst. — считать десятками
; 2) med. пересчитывать (по одиночке), перечислять
ex. (τὰς πράξεις τινός Isocr.; τὰς μάχας Plut.)
; 3) тж. med. причислять, относить
ex. (τινα μετά τινων Eur., Arst.; τινα ἔν τισι Plat.; κατηριθμημένος σὺν ἡμῖν NT.)
τὴ ἐν ἀδικήματι καταριθμεῖσθαι Polyb. — считать что-л. несправедливостью;
εὐδαιμονέστατον καταριθμεῖσθαί τινα Plat. — считать кого-л. величайшим счастливцем