Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ουλομενος
οὐλόμενος
οὐλόμενος, атт. ὀλόμενος adj=3 3 [part. aor. 2 к ὄλλυμι]
; 1) губительный, пагубный, роковой (μῆνις Ἀχιλῆος, ἄλοχος, φάρμακον Hom.; γῆρας Hes.; νοῦσος Pind.; αἱ τύχαι Aesch.);
; 2) погибший, злополучный (πλεῖστοι Ἑλλάνων Eur.):
ἵετε δάκρυ ὀλόμενον ὀλομένῳ δεσπότᾳ Aesch. лейте скорбные слезы над погибшим господином (т. е. над Агамемноном).