Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
οικονομεω
οἰκονομέω
οἰκο-νομέω
; 1) заведовать, управлять
ex. (τέν οἰκίαν Plat.; θαλάμους πατρός Soph.; med. μεγίστοις πράγμασιν Plut.)
τὰ οἰκονομούμενα Polyb. — управление
; 2) полит. править, руководить
ex. (πολιτεία ὑπό τινος οἰκονομουμένη Arst.)
; 3) (о художнике) обрабатывать
ex. (τέν ὕλην Luc.)