Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατατραυματιζω
κατατραυματίζω
κατα-τραυματίζω
ион. κατατρωματίζω
; 1) покрывать ранами, изранивать ex. (τινά Polyb., Plut.); pass. получать раны
ex. (ἐν προσβολαῖς τῶν πολεμίων Thuc.; κατατετρωματίσθαι καὴ οὐκ οἵους ἔσεσθαι χεῖρας ἀνταείρασθαι Her.)
; 2) повреждать
ex. (τὰς πλείους τῶν νεῶν Thuc.)