Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποσχιζω
ἀποσχίζω
ἀπο-σχίζω
; 1) откалывать (sc. πέτρην Hom. - in tmesi)
; 2) отрывать
ex. (μυρσίνης φόβην Eur.)
; 3) отделять, ответвлять
ex. (ποταμὸς ἀπέσχισται ἀπὸ τοῦ Βορυσθένεος Her.; ἀποσχιζόμεναι ἀπὸ τῶν ὄψεων ἀκτῖνες Arst.)
φεύγειν τινὰ καὴ ἀποσχίζεσθαι Plat. — избегать общения с кем-л.
; 4) отвлекать, склонять к отпадению
ex. (τινά Plat., Plut. и τινὰ ἀπό τινος Her.)
; 5) прерывать
ex. ἀ. τινὰ τοῦ λόγου Arph. — перебивать чью-л. речь