Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξαλλομαι
ἐξάλλομαι
ἐξ-άλλομαι
(fut. ἐξαλοῦμαι, aor. 1 ἐξηλάμην, aor. 2 ἐξηλόμην - эп. part. aor. ἐξάλμενος)
; 1) выскакивать
ex. (τινος Hom., Thuc. и ἔκ τινος Arst.)
προμάχων ἐξάλμενος Hom. — выскочив и став впереди передовых бойцов;
ἵν΄ ἐξήλου (v. l. ἐξήλλου и ἐνήλω) ; Soph. — куда ты метнулся?
; 2) подпрыгивать, подскакивать
ex. (οὐκ ἔλαττον τοῦ δελφῖνος Arst.)
; 3) вскакивать
ex. (ἀνέκραγε καὴ ἐξήλατο Xen.)
; 4) соскакивать, спадать
ex. (τρόχοι ἐξαλλόμενοι Xen.; ἐξήλατο λίθος Plut.)
; 5) соскакивать, спрыгивать
ex. (κατὰ τοῦ τείχους Xen.)
; 6) взвиваться на дыбы
ex. (ὁ ἵππος ἐξήλατο Xen., Plut.)