Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκπηδαω
ἐκπηδάω
ἐκ-πηδάω
ион. v. l. ἐκπηδέω (fut. ἐκπηδήσομαι)
; 1) выскакивать, выпрыгивать
ex. (ἐκ τοῦ ὕδατος Arst.)
; 2) бить ключом
ex. (ὕδατος, ἐκπηδᾷ νοτίς Eur.)
; 3) спрыгивать, бросаться (sc. ἐς τέν θάλασσαν Her.)
; 4) прыгать, скакать
ex. (ἐλαφρότητι θαυμαστῇ Plut.)
ἐ. φόβῳ Soph. — выскакивать от страха
; 5) перен. перескакивать, метаться
ex. (ἐκ τῶν τεχνῶν εἰς τέν φιλοσοφίαν Plat.)
; 6) набрасываться, устремляться, нападать
ex. (ἐπί τινα Lys.; ἐκπηδῶσιν ἐσπασμένοι τὰ ξίφη Xen.)
; 7) убегать
ex. (ἐκ τῆς πόλεως ἐπὴ τὸ στρατόπεδον Polyb.)