Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
επιβουλος
ἐπίβουλος
ἐπί-βουλος
adj.=2
2
; 1)
строящий козни
ex. (τινι
Plat.
и
τινος
Plut.
)
; 2)
коварный, предательский
ex. (καὴ
ἐ.
καὴ κρυψίνους καὴ δολερός
Xen.
; τύραννοι ἐπιβουλότατοι
Plut.
)
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,