Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταχωννυμι
καταχώννυμι
κατα-χώννῡμι
; 1) засыпать, заваливать ex. (τινά Her.); забрасывать
ex. (τινὰ λίθοις Arph.; πολλῇ γῇ τι Plut.; τινὰ τοῖς λόγοις Plat.)
σφέας κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Her. — варвары засыпали их стрелами;
τὰ πρῶτα ὀνόματα τεθέντα κατακέχωσται ἤδη ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά Plat. — первоначально установленные наименования затемнены теми, кто хотел сделать их выспренними
; 2) хоронить
ex. (γραῦν τινα ζῶσαν Plut.)