Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προκατεχω
προκατέχω
προ-κατέχω
; 1) med. держать перед собой (καλύπτρην χερσί HH);
; 2) раньше занимать, захватывать (τὴν πόλιν Thuc.; τὴν ἄκραν Polyb.);
; 3) перен. завладевать, приковывать (χάρισι καὶ σπουδαῖς τινα Plut.):
προκατεσχῆσθαί τινι πρός τινα Polyb. быть связанным в силу чего-л. с кем-л.;
; 4) превосходить (ταῖς ἡλικίαις καὶ ταῖς δόξαις Polyb.).