Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εφεζομαι
ἐφέζομαι
ἐφ-έζομαι
(impf. ἐφεζόμην)
; 1) садиться
ex. (πατρὸς γούνασι Hom.; δένδρεσι Arph.; εἰς κραναέν αὖλιν Anth.)
Εὐρώταν ἐ. Eur. — (о птицах) садиться на берега Эврота
; 2) сидеть
ex. (δενδρέῳ, δίφρῳ Hom.; τῆς ἕδρας Pind.). - см. тж. *ἐφεῖσα