Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταφημιζω
καταφημίζω
κατα-φημίζω
дор. καταφᾱμίζω
; 1) распространять, распускать слух Pind.
ex. καταπεφήμισται Polyb. — ходит слух
; 2) предназначать, посвящать
ex. (τοῖς θεοῖς Polyb., Plut.; θρόνος Ἀλεξάνδρῳ καταπεφημισμένος Plut.)
; 3) бранить, укорять Plut.