Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποστημα
ἀπόστημα
ἀπό-στημα
-ατος τό
; 1) дальность, расстояние
ex. (τοῦ ἡλίου πρὸς τέν γῆν Arst.)
; 2) разница
ex. τοῖς ἀποστήμασι πρός τινα ἔχειν Arst. — во многом отличаться от кого-л.
; 3) нарыв, язва
ex. (ἰξίαι καὴ τὰ ἄλλα ἀποστήματα Arst.; перен., бран. ἀ. πόλεως Plut.)