Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυγκατοικιζω
ξυγκατοικίζω
συγ-κατοικίζω
; 1) совместно заселять или помогать заселить
ex. (τέν Σάμον Her., sc. Σελινοῦντα Thuc.)
; 2) селить вместе
ex. (τινά τινι Eur.)
; 3) воздвигать вместе
ex. (μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν Thuc.)