Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μεταβιβαζω
μεταβιβάζω
μετα-βῐβάζω
; 1) переводить, приводить
ex. (τοὺς ἐπιβάτας εἰς ναῦν Xen.; εἰς ἀγαθά Arph.; ἀπό τινος ἐπί τι Plat.)
; 2) направлять по другому пути
ex. (τὰς ἐπιθυμίας Plat.)
μ. τὸν λόγον ἐπί τι Diod. — переходить (в рассказе) к чему-л.
; 3) приносить, вносить
ex. (τὸν πόλεμον εἰς Λιβύην Polyb.)