Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
λεων
λέων
эп. λείων -οντος ὁ (эп. dat. pl. λείουσι)
; 1) лев
ex. (αἴθων, ὠμοφάγος, χαροπός, ὀρεσίτροφος Hom.; ὡς λ. ὠρυόμενος NT.)
οἴκοι μὲν λέοντες, ἐν μάχῃ δ΄ ἀλώπεκες Arph. погов. — дома они львы, в бою же - лисицы
; 2) (= λεοντῆ) львиная шкура Luc.