Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μεσευω
μεσεύω
; 1) быть в середине
ex. μ. μοναρχικῆς καὴ δημοκρατικῆς πολιτείας Plat. — быть чем-то средним между монархическим и демократическим государственным строем;
μ. κατὰ τοὺς τόπους Arst. — занимать центральное положение
; 2) соблюдать нейтралитет
ex. (οὐκέτι ἐμέσευον, ἀλλὰ συνεμάχουν τοῖς Λακεδαιμονίοις Xen.)