Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσεπικταομαι
προσεπικτάομαι
προσ-επικτάομαι
сверх того приобретать
ex. (τιμήν Arst.)
κατεστραμμένων τούτων καὴ προσεπικτωμένου Κροίσου Λυδοῖσι Her. — когда Крез покорил эти (народы) и присоединил их к лидянам