Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω

ενδεια

ἔνδεια


; 1) недостаток, нехватка, недостача
           ex. (ὑπερβολή τε καὴ ἔ. Plat., Arst.; τῶν σιτίων πληρώσεις ἢ ἔνδειαι Arst.; δι΄ ἔνδειαν χρημάτων Dem.)
; 2) нужда, бедность
           ex. (μηδὲν αἰσχρὸν ποιῆσαι δι΄ ἔνδειαν Dem.)
; 3) надобность, потребность
           ex. (ἐπιθυμίαι καὴ ἔνδειαι τοῦ σώματος Plat.)
(ἀνα)πλήρωσις τῆς ἐνδείας Plat., Arst. — удовлетворение потребности
; 4) грам. опущение буквы (напр., αἶα вместо γαῖα)