Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξερημοω
ἐξερημόω
ἐξ-ερημόω
; 1) делать безлюдным, опустелым
ex. (οἶκον Dem.; Ἑλλὰς ἐξερημωθεῖσα Arph.; ἐξηρημωμέναι πόλεις Plat.)
ὀλέσθαι κἀξερημῶσαι γένος Soph. — погибнуть и (тем) пресечь свой род
; 2) оставлять, покидать
ex. (δόμους Eur.; τὰ ἑαυτῶν Xen.)
; 3) лишать зубов
ex. (δράκοντος γένυν Eur.)