Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εγκυλιω
ἐγκυλίω
ἐγ-κυλίω
; 1) (в чём-л.) катать
ex. (τὸν κύλινδρον Arst.)
; 2) med.-pass. кататься, валяться ex. (οἶκος ἐγκυλίσασθαι ὠφελιμώτατος Luc.); перен. утопать, без удержу предаваться
ex. (οἱ εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθέντες Xen. - v. l. ἐκκυλισθέντες)