Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ηδυσμα
ἥδυσμα
-ατος τό
; 1) приправа, пряность, соус Arph., Xen., Plat., Arst., Plut.
; 2) перен. приправа, услада, украшение
ex. (ἡ μελοποιΐα μέγιστον τῶν ἡδυσμάτων Arst.; ἡ παιδιὰ τοῦ πόνου ἥ. Plut.)
οὐκ ἡδύσματι χρῆται, ἀλλ΄ ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις Arst. — (Алкидамант) использует эпитеты не как приправу, а как (самое) пищу