Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ασκεπτος
ἄσκεπτος
ἄ-σκεπτος
adj.=2 2
; 1) необдуманно поступающий, неосмотрительный, безрассудный
ex. ( Plat.; ἄσκεπτοι καὴ ἀφρόντιδες Plut.)
; 2) нерассмотренный, неисследованный
ex. (ἄσκεπτον παραλιπεῖν τι Xen.)
; 3) неощутимый, незаметный
ex. (ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳ Arst.)