Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξαπορεω
ἐξαπορέω
ἐξ-απορέω
(aor. pass. в знач. med. ἐξηπορήθην) тж. med. попадать в трудное положение, находиться в большом затруднении
ex. (ἐξηπόρησαν ὑπὸ τῆς ἀλογίας τῆς αὑτῶν Polyb.; ἐξαπορηθέντες διά τι Diod.)
ταῦτ΄ ἀκούσαντες ἐξηπορήθησαν Plut. — услышав это, они пали духом