Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εγκαθιημι
ἐγκαθίημι
ἐγ-καθίημι
(fut. ἐγκαθήσω)
; 1) всовывать, всаживать, вкладывать
ex. (τὸν φανὸν εἰς τέν χύτραν Arph.)
; 2) посылать, направлять
ex. (τοὺς αὐλικοὺς εἰς τὰς πόλεις Polyb.)
; 3) тайно подсылать
ex. (τινά Plut.)
; 4) внушать, подсказывать
ex. (θεσπίσματά τινι Aesch.)