Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εδαφος
ἔδαφος
ἔδᾰφος
-εος τό
; 1) основание, дно
ex. (νηός Hom., Plut. и πλοίου Dem.; ποταμοῦ Xen.; θαλάσσης Arst.)
ἐχθρὸς τῷ ἐδάφει Dem. — смертельный враг
; 2) земля, почва
ex. (ῥίζα γεννᾶται ἐκ τοῦ ἐδάφους Arst.)
εἰς τὸ ἔ. καθαιρεῖν или κατασκάπτειν Thuc. и καταβάλλειν Plut. — сравнивать с землей, срывать до основания
; 3) pl. земельные владения Isae.; территория
ex. (τῆς πατρίδος Aeschin.; τῆς πόλεως Dem.)
; 4) пол
ex. (τοῦ οἴκου Her.; ὀρχήστρας Arst.)