Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταπεμπω
καταπέμπω
κατα-πέμπω
; 1) посылать (преимущ. из глубины страны к побережью)
ex. (κατεπέμφθη - sc. ὁ Κῦρος - σατράπης Λυδίας τε καὴ Φρυγίας καὴ Καππαδοκίας Xen.)
κ. εἰρήνην Xen. — посылать предложение о мире
; 2) направлять, назначать
ex. (στρατηγόν τινα Plut.; εἰς ἐπισκοπήν τινος Luc.)
; 3) низвергать, сталкивать
ex. (εἰς Ἔρεβος Hes.)