Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ακαταστατος
ἀκατάστατος
ἀ-κατάστᾰτος
adj.=2
2
непостоянный, неустойчивый, изменчивый
ex. (ὥσπερ ἐν θαλάττῃ πνεῦμα
Dem.
; πνεύματα
Arst.
; μειράκιον
Polyb.
; ἐπιθυμία
Plut.
)
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,