Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ενεδρα
ἐνέδρα
ἐν-έδρα
ἡ
; 1) засада
ex. (ἐνέδραν ποιεῖσθαι Thuc., κατασκευάζειν Xen. или τιθέναι Diod., Plut.)
; 2) отряд, находящийся в засаде
ex. (ἐξανιστάναι τέν ἐνέδραν Xen.)
; 3) козни
ex. (δόλος καὴ ἐ. Plat.; πολλὰς ὑφιέναι ἐνέδρας Plut.)