Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαπληκτιζομαι
διαπληκτίζομαι
δια-πληκτίζομαι
вступать в столкновение, иметь стычку
ex. (τοῖς ἱππεῦσι Plut.; παίεσθαι καὴ δ. Luc.)
δ. σκώμμασι Plut. — перебрасываться насмешливыми замечаниями;
δ. ἀπὸ νευμάτων πρός τινα Plut. — перемигиваться с кем-л.