Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επανερχομαι
ἐπανέρχομαι
ἐπ-ανέρχομαι
(fut. ἐπανελεύσομαι, aor. 2 ἐπανῆλθον)
; 1) в(о)сходить, подниматься, взбираться
ex. (εἰς τὰ ὄρη Xen.; εἰς τὸν ἀέρα Arst.)
; 2) переходить
ex. (ἐς τέν Ἑλλάδα Her.)
; 3) возвращаться
ex. (ἐκ ποταμοῦ Anacr.; ἐκεῖσε Eur.; εἰς τέν Κόρινθον Thuc.; οἴκαδε Plat.; μετὰ πολλῶν λαφύρων Plut.; перен., в речи ἐπί τι Xen.)
ἐπανελθεῖν, ὁπόθεν εἰς ταῦτ΄ ἐξέβην, βούλομαι Dem. — я хочу вернуться к тому, от чего отклонился в эту сторону
; 4) (тж. πάλιν ἐ. Plat., Arst.) вновь обозревать, повторять
ex. (τι Xen., Plat.)