Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαλεγω
διαλέγω
δια-λέγω
<λέγω II>
; 1) выбирать, отбирать
ex. (τῆς στρατιῆς τινας Her.)
; 2) разбирать, отделять друг от друга
ex. (κριθὰς καὴ πυροὺς καὴ ὄσπρια Xen.; τοὺς ἐναντίους λόγους Dem.; τῆς κατασκευῆς τὰ πολυτελέστατα καὴ τὰ δυνατὰ κομίζεσθαι Polyb.)
; 3) отличать друг от друга, различать
ex. (τά ὑγιῆ καὴ τὰ μή Plat.)
; 4) классифицировать
ex. (κατὰ γένη τὰ πράγματα Xen.)
; 5) проделывать, просверливать, по друг. выискивать
ex. (τέν ὀπήν Arph.)