Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παρεμβαλλω
παρεμβάλλω
παρ-εμβάλλω
; 1) вставлять, вводить (λόγους ἑτέρους Dem.; τι εἰς τὰ Ἡσιόδου Plut.);
; 2) воен. располагать, размещать, расставлять (τινὰς ἐπὶ τὸ δεξιὸν κέρας Polyb.);
; 3) размещаться, располагаться (ἔν τινι πεδίῳ Polyb.);
; 4) вторгаться, врываться (εἰς Μακεδονίαν Polyb.).