Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συγκατατιθεμαι
συγκατατίθεμαι
συγ-κατατίθεμαι
(τῐ)
; 1) присоединяться
ex. σ. τινι τέν αὐτέν δόξαν περί τινος Plat. — присоединяться к чьему-л. мнению о чем-л.
; 2) соглашаться
ex. (τινι Dem.)
σ. τινί τινι Polyb. — соглашаться с кем-л. в чем-л.
; 3) участвовать
ex. (τῇ βουλῇ τε καὴ πράξει τινός NT.)