Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατοχη
κατοχή
κατ-οχή
ἡ (= κατοκωχή)
; 1) задержание, арест
ex. (τοῦ Ἱστιαίου Her.)
; 2) помеха, задержка
ex. (ἀνείρξεις καὴ κατοχαί Plut.)
; 3) одержимость, исступление
ex. (κατοχαὴ καὴ ἐνθουσιασμοί Plut.)