Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατασταζω
καταστάζω
κατα-στάζω
(fut. καταστάξω)
; 1) струить, лить по каплям
ex. (ἀφρὸν κατέσταζ΄ εὐτρίχου γεναιάδος Eur.)
κ. δάκρυ τοῦ νεκροῦ Eur. — лить слезы над мертвецом
; 2) капать, струиться, литься по каплям
ex. (τὰ δάκρυα καταστάζοντα κατὰ τῶν πέπλων Xen.; βωμός, οὗ καταστάζει φόνος Eur.)
νόσῳ καταστάζων διαβόρῳ πούς Soph. — нога, покрытая гноящимися язвами;
φάλαρα ἀφρῷ καταστάζοντα Eur. — удила, с которых струится пена
; 3) орошать, обливать
ex. (ἱδρὼς πᾶν καταστάζει δέμας Soph.)