Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δηξις
δῆξις
-εως ἡ
; 1) укус, тж. укол, ужаление
ex. (φαλάγγια ποιεῖ τέν δῆξιν Arst.)
; 2) едкость
ex. (τὸ ἔλαιον ἀσθενῆ ἔχει δῆξιν Arst.)
; 3) поддразнивание, колкость
ex. (αἱ μετὰ σκωμμάτων δήξεις Plut.)