Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαλαμπω
διαλάμπω
δια-λάμπω
; 1) светиться, просвечивать
ex. (διά τινος Arst.; ἀστραπέ διαλάμψασα τῆς ψυχῆς Plut.)
; 2) блистать, отличаться
ex. (ἐν ταῖς ῥητορείαις Isocr.; ἐν τοῖς ὀλίγοις Arst.)
; 3) (рас)светать
ex. (ἕως διέλαμψεν ἡμέρα Arph.)
ἤδη διαλάμποντος Plut. — когда уже светало