Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταναγκαζω
καταναγκάζω
κατ-ᾰναγκάζω
; 1) принуждать, заставлять
ex. (τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Thuc.; τινὰ ποιεῖν τι Isae.; τινά τι Luc.)
; 2) связывать, сковывать
ex. (δεσμοῖς κατηναγκασμένος Eur.; βίος κατηναγκασμένος Plut.)
; 3) мучить, пытать
ex. (τὸ σῶμα Luc.)