Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
απολεγω
ἀπολέγω
ἀπο-λέγω
<λέγω II>
; 1) выбирать, отбирать
ex. (τὸ ἄριστον Her.; ἐκ πάντων Thuc.; ῥῆσιν τέν καλλίστην Arph.; med. τριήκοντα μυριάδας τοῦ στρατοῦ Her.)
ἀπολελεγμένος Her. и ἀπειλεγμένος Xen. — избранный, отборный
; 2) отбирать, отнимать, тж. удалять
ex. (τοὺς τριβόλους Arph.)
; 3) отвергать, отклонять
ex. (τινά и τι Plut., περί τινος и ποιεῖν τι Polyb.)
; 4) med. отказываться, отступаться
ex. ἀ. νίκην Plut. — оставить надежду на победу;
ἀπολεγόμενοι καὴ παρακεχωρικότες Plut. — прекратившие сопротивление;
ἀ. βίον Plut. — покончить с собой