Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
θωπευμα
θώπευμα
-ατος
τό
преимущ.
pl.
лесть
ex. (ἀκοῦσαι
θ.
Arph.
);
pl.
льстивые речи
ex. (ψυχαὴ γλυκεῖαι εἰς θωπεύματα
Eur.
; θωπεύματα καὴ δελεάσματα
Plut.
)
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,