Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συγκαθεζομαι
συγκαθέζομαι
συγ-καθέζομαι
(fut. συγκαθεδοῦμαι)
; 1) садиться рядом или вместе
ex. (ἐπειδέ δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα Plat.)
; 2) заседать
ex. (συγκαθεζομένῃ τῇ γερουσίᾳ Plat.)
; 3) сидеть на корточках Plut.